Anonymous

διοίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοίγνυμι''': μέλλ. -ξω, [[διανοίγω]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -[[ὡσαύτως]], διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.
|lstext='''διοίγνυμι''': μέλλ. -ξω, [[διανοίγω]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -[[ὡσαύτως]], διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.
}}
{{bailly
|btext=entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴγνυμι]].
}}
}}