Anonymous

ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
}}