Anonymous

ἰξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui porte <i>ou</i> produit de la glu;<br /><b>2</b> englué.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[φέρω]].
}}
}}