Anonymous

λέπυρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέπῡρον''': τό, ([[λέπος]]) [[φλοιός]], «φλοῦδα», [[κέλυφος]], «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95.
|lstext='''λέπῡρον''': τό, ([[λέπος]]) [[φλοιός]], «φλοῦδα», [[κέλυφος]], «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cosse, écale, enveloppe d’un fruit.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
}}