Anonymous

ὀψώνης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψώνης''': -ου, ὁ, ([[ὄψον]]) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, [[μάλιστα]] ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.
|lstext='''ὀψώνης''': -ου, ὁ, ([[ὄψον]]) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, [[μάλιστα]] ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}