Anonymous

νέννος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέννος''': ὁ, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς [[ἀδελφός]], [[θεῖος]], κατὰ τὸν Εὐστ. 971. 26· ἀλλὰ κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Γ΄, 16, 22, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς πατὴρ (παρὰ τοῖς ποιηταῖς), δηλ. ὁ [[πάππος]]: παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ [[τύπος]]: [[νάννας]], «νάνναν· τὸν τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἀδελφόν· οἱ δὲ τὴν τούτων ἀδελφήν»· - θηλ. [[νάννη]]· «μητρὸς ἀδελφὴ» [[θεία]], παρὰ τῷ αὐτῷ· ἀλλὰ [[νίννη]] σημαίνει ἢ μάμμην ἢ πενθερὰν (Ἰταλ. nonna), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1994g (Nanâ = [[μήτηρ]], μνημονεύεται ἐκ τῆς Rig-Veda ὑπὸ τοῦ Aufrecht.)
|lstext='''νέννος''': ὁ, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς [[ἀδελφός]], [[θεῖος]], κατὰ τὸν Εὐστ. 971. 26· ἀλλὰ κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Γ΄, 16, 22, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς πατὴρ (παρὰ τοῖς ποιηταῖς), δηλ. ὁ [[πάππος]]: παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ [[τύπος]]: [[νάννας]], «νάνναν· τὸν τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἀδελφόν· οἱ δὲ τὴν τούτων ἀδελφήν»· - θηλ. [[νάννη]]· «μητρὸς ἀδελφὴ» [[θεία]], παρὰ τῷ αὐτῷ· ἀλλὰ [[νίννη]] σημαίνει ἢ μάμμην ἢ πενθερὰν (Ἰταλ. nonna), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1994g (Nanâ = [[μήτηρ]], μνημονεύεται ἐκ τῆς Rig-Veda ὑπὸ τοῦ Aufrecht.)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />frère <i>ou</i> père de la mère.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> nana « mère, petite mère ».
}}
}}