3,258,334
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]]. | |lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />seul, solitaire ; qui voyage seul.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόλος]]. | |||
}} | }} |