3,277,226
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας. | |lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]]. | |||
}} | }} |