Anonymous

δυσπαράθελκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπαράθελκτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, [[δυσπαραμύθητος]], [[οἶκτος]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.
|lstext='''δυσπαράθελκτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, [[δυσπαραμύθητος]], [[οἶκτος]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à émouvoir par des caresses.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παραθέλγω]].
}}
}}