Anonymous

προσιππεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσιππεύω''': [[ἱππεύω]] [[πρός]]..., [[ἐπιπίπτω]], [[κάμνω]] ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
|lstext='''προσιππεύω''': [[ἱππεύω]] [[πρός]]..., [[ἐπιπίπτω]], [[κάμνω]] ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
}}
{{bailly
|btext=aller à cheval auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱππεύω]].
}}
}}