Anonymous

μυχοίτατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠχοίτατος''': -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ [[μύχιος]], [[μυχοίτατος]] ἷζε, ἐκάθισεν ἐνδότατος εἰς τὴν ἐνδοτάτην γωνίαν, Ὀδ. Φ. 146.
|lstext='''μῠχοίτατος''': -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ [[μύχιος]], [[μυχοίτατος]] ἷζε, ἐκάθισεν ἐνδότατος εἰς τὴν ἐνδοτάτην γωνίαν, Ὀδ. Φ. 146.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui est tout au fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]].
}}
}}