μέσπιλον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέσπιλον''': τό, τὸ [[δένδρον]] καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς μεσπίλης, Ἀρχίλ. 169, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Διοσκ. 1. 169. [ῐ ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῑ ἐν Εὐβούλου «Ὀλβίᾳ» 1. 4.]
|lstext='''μέσπιλον''': τό, τὸ [[δένδρον]] καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς μεσπίλης, Ἀρχίλ. 169, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Διοσκ. 1. 169. [ῐ ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῑ ἐν Εὐβούλου «Ὀλβίᾳ» 1. 4.]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />nèfle, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μεσπίλη]].
}}
}}