Anonymous

βάναυσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάναυσος''': -ον, ([[ὡσεὶ]] βαύναυσος, ἐκ τοῦ [[βαῦνος]], αὔω)· - [[κυρίως]], ἐργαζόμενος διὰ τοῦ [[πυρός]], [[μηχανικός]], ἐπίθ. τῶν ἐργατῶν ὅσοι διάγουσι βίον ἑδραῖον, καταφρονούμενοι μὲν μεταξὺ φιλοπολέμων καὶ νομαδικῶν λαῶν, ἀλλὰ πολύτιμοι εἰς τὴν πολιτείαν, καθ’ ὅσον ἀσχολοῦνται περὶ τὰς τέχνας, ὧν [[ἄνευ]] πόλιν ἀδύνατον οἰκεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 9· ἡ βελτίστη [[πόλις]] οὐ ποιήσει β. πολίτην [[αὐτόθι]] 3. 5, 3 , κτλ. · ὁ β. [[δῆμος]], τό ἀντίθ. ὁ γεωργικὸς [[αὐτόθι]] 4. 3, 2· ὡς οὐσιαστ. , ὁ [[μηχανικός]], [[σιδηρουργός]], κτλ., [[αὐτόθι]] 3. 5, 3· καὶ τὸ βάναυσον = οἱ βάναυσοι, ἡ [[τάξις]] τῶν μηχανικῶν ἐργατῶν, [[αὐτόθι]] 7. 9, 7, πρβλ. 6. 7, 1. II. [[τέχνη]]
|lstext='''βάναυσος''': -ον, ([[ὡσεὶ]] βαύναυσος, ἐκ τοῦ [[βαῦνος]], αὔω)· - [[κυρίως]], ἐργαζόμενος διὰ τοῦ [[πυρός]], [[μηχανικός]], ἐπίθ. τῶν ἐργατῶν ὅσοι διάγουσι βίον ἑδραῖον, καταφρονούμενοι μὲν μεταξὺ φιλοπολέμων καὶ νομαδικῶν λαῶν, ἀλλὰ πολύτιμοι εἰς τὴν πολιτείαν, καθ’ ὅσον ἀσχολοῦνται περὶ τὰς τέχνας, ὧν [[ἄνευ]] πόλιν ἀδύνατον οἰκεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 9· ἡ βελτίστη [[πόλις]] οὐ ποιήσει β. πολίτην [[αὐτόθι]] 3. 5, 3 , κτλ. · ὁ β. [[δῆμος]], τό ἀντίθ. ὁ γεωργικὸς [[αὐτόθι]] 4. 3, 2· ὡς οὐσιαστ. , ὁ [[μηχανικός]], [[σιδηρουργός]], κτλ., [[αὐτόθι]] 3. 5, 3· καὶ τὸ βάναυσον = οἱ βάναυσοι, ἡ [[τάξις]] τῶν μηχανικῶν ἐργατῶν, [[αὐτόθι]] 7. 9, 7, πρβλ. 6. 7, 1. II. [[τέχνη]]
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ouvrier (ouvrière) qui travaille au feu d’un fourneau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ouvrier sédentaire;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> d’ouvrier, d’artisan : [[βάναυσος]] [[τέχνη]] SOPH, PLUT métier d’artisan;<br /><b>2</b> vulgaire, de mauvais goût.<br />'''Étymologie:''' DELG selon EtMagn. de [[βαῦνος]] et [[αὕω]], ce qui semble satisfaisant.
}}
}}