Anonymous

ῥινός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑνός''': -οῦ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ δέρμα ζῶντος ἀνθρώπου, Ἰλ. Ε. 308, Ὀδ. Ε. 426, 435, κτλ.· σπανίως τὸ δέρμα νεκροῦ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152· τὸ δέρμα ἀνθρώπου νομιζομένου νεκροῦ, Ὀδ. Ξ. 134· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 746. ΙΙ. τὸ δέρμα ζῴου, [[μάλιστα]] δὲ τὸ τοῦ βοός, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ.· ῥ. ἀγραύλου βοὸς Σοφ. Ἀποσπ. 122· [[ὡσαύτως]], ῥ. πολιοῖο λύκοιο Ἰλ. Κ. 334· ῥ. λέοντος Πινδ. Ι. 5 (6). 53· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] δὲν λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῶντος ζῴου· γίνεται [[ὅμως]] τοῦτο παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 513. Ἀσπ. Ἡρ. 427· οὕτω καί, πωλικῆς ῥινοῦ Εὐσ. Ρῆσ. 784. 2) ἀσπὶς ἐκ βοείου δέρματος, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινοὺς Ἰλ. Δ. 447 ([[ὅπερ]] μιμεῖται ὁ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρν. 1274)· πρβλ. Ἰλ. ΙΙ. 636, Ὀδ. Ε. 281. 3) πληθ., οἱ ἱμάντες τῶν πυκτῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] γένους θηλ. ἐν Ἰλ. Η. 248, Ὀδ. Χ. 278, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 361, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174· ἀρσεν. δὲ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 476, Ὀππ. Κυν. 3. 277· πρβλ. ρῑνόν, τό.
|lstext='''ῥῑνός''': -οῦ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ δέρμα ζῶντος ἀνθρώπου, Ἰλ. Ε. 308, Ὀδ. Ε. 426, 435, κτλ.· σπανίως τὸ δέρμα νεκροῦ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152· τὸ δέρμα ἀνθρώπου νομιζομένου νεκροῦ, Ὀδ. Ξ. 134· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 746. ΙΙ. τὸ δέρμα ζῴου, [[μάλιστα]] δὲ τὸ τοῦ βοός, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ.· ῥ. ἀγραύλου βοὸς Σοφ. Ἀποσπ. 122· [[ὡσαύτως]], ῥ. πολιοῖο λύκοιο Ἰλ. Κ. 334· ῥ. λέοντος Πινδ. Ι. 5 (6). 53· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] δὲν λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῶντος ζῴου· γίνεται [[ὅμως]] τοῦτο παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 513. Ἀσπ. Ἡρ. 427· οὕτω καί, πωλικῆς ῥινοῦ Εὐσ. Ρῆσ. 784. 2) ἀσπὶς ἐκ βοείου δέρματος, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινοὺς Ἰλ. Δ. 447 ([[ὅπερ]] μιμεῖται ὁ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρν. 1274)· πρβλ. Ἰλ. ΙΙ. 636, Ὀδ. Ε. 281. 3) πληθ., οἱ ἱμάντες τῶν πυκτῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] γένους θηλ. ἐν Ἰλ. Η. 248, Ὀδ. Χ. 278, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 361, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174· ἀρσεν. δὲ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 476, Ὀππ. Κυν. 3. 277· πρβλ. ρῑνόν, τό.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>οῦ (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><b>1</b> peau ; peau d’un homme vivant <i>ou</i> mort <i>ou</i> réputé mort, d’un animal vivant <i>ou</i> mort;<br /><b>2</b> bouclier de cuir.<br />'''Étymologie:''' DELG *Ϝρινός, d’une R. *wri- « déchirer, arracher ».<br /><span class="bld">2</span><i>gén. de</i> [[ῥίς]].
}}
}}