Anonymous

μελῳδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῳδέω''': ὡς καὶ νῦν, ᾄδω [[μελῳδικῶς]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 226, 1382, Θεσμ. 99· - Παθ., ψάλλομαι, ψαλμῳδοῦμαι, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Πλάτ. Νόμ. 655D, πρβλ. Ἀθήν. 620C· τὰ μελῳδούμενα διαστήματα, τὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1019Α.
|lstext='''μελῳδέω''': ὡς καὶ νῦν, ᾄδω [[μελῳδικῶς]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 226, 1382, Θεσμ. 99· - Παθ., ψάλλομαι, ψαλμῳδοῦμαι, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Πλάτ. Νόμ. 655D, πρβλ. Ἀθήν. 620C· τὰ μελῳδούμενα διαστήματα, τὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1019Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> chanter;<br /><b>2</b> avoir en usage pour chanter : τὰ μελῳδούμενα διαστήματα PLUT les intervalles usités en musique.<br />'''Étymologie:''' [[μελῳδός]].
}}
}}