3,277,649
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπῠρος''': -ον, (πῦρ) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ἢ παρὰ τὸ πῦρ, σκεύη ἔμπυρα, σκεύη τιθέμενα ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἢ ἐν χρήσει περὶ τὸ πῦρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπυρα, Πλάτ. Νόμ. 679Α˙ ἡ ἔμπ. [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ ἢ χαλκέος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Ε (ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 954, ἡ [[τέχνη]] τῆς διὰ πυρὸς μαντείας, ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ). ΙΙ. [[πυρίκαυστος]], εἰς γῆν δ’ [[ἔμπυρος]] πίπτει [[νεκρός]], «πεπυρακτωμένος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1186˙ σάρκα... ἔμπυρον Ἀνθ. Π. 6. 89˙ [[σφόδρα]] [[θερμός]], [[καυματηρός]], διακεκαυμένος, [[χώρα]] Στράβων 740˙ ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰ. 1. 13, 5˙ ἡ ὥρα ἐμπυρωτάτη ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 4˙ [[πυρετώδης]], Ἱππ. 423. 27˙ φλεγμαίνων, πεφλογισμένος, ἐπὶ ἕλκους, Ἀριστ. π. Θαυμ. 164. 2˙ καίων, κατακαίων, [[ἠέλιος]] Ἀνθ. Π. 9. 24: - μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὀξύς]], [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], Πλουτ. Νουμ. 5. 3) ἀνημμένος, λαμπὰς Ἀνθ. Π. 6. 100˙ βωμὸς [[αὐτόθι]] 10. 7. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς θυσίαν διὰ [[πυρός]], ὀρθοστάται Εὐρ. Ἑλ. 547. 2) ὡς οὐσιαστ., ἔμπυρα (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, αἱ διὰ πυρὸς θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄπυρα, Πινδ. Ο. 8. 4˙ δι’ ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι, ποιεῖν σπονδὰς ἐπὶ ἐμπύρων θυσιῶν, Εὐρ. Ἰ. Α. 59˙ [[ἐντεῦθεν]] ἔμπυρα κεῖται καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ σπονδαί, Σοφ. Ἠλ. 405)˙ κατάρας ποιεῖσθαι ἐπὶ ἐμπύρων, ἐκφέρειν κατάρας καιομένου τοῦ θύματος, Πολύβ. 16. 31, 7, Ἀππ. Ἱβηρ. 9˙ πρβλ. Λίβ. 21. 1, Οὐεργ. Αἰν. 12. 201: - ἰδίως ἐπὶ θυσιῶν διὰ [[πυρός]], ὧν ἐγίνετο [[χρῆσις]] πρὸς μαντικοὺς σκοποὺς (ἴδε ἀνωτέρω), Σοφ. Ἀντ. 1005 κἑξ., Εὐρ. Φοίν. 1255 (ἴδε ἐν λ. [[ῥῆξις]])˙ εἰς ἔμπυρ’ ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 16˙ οὕτω καί, ἔμπυρα σήματ’ ἰδέσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 145˙ - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 485, ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός, ἴδε τὴν λέξιν [[εὔδειπνος]]. | |lstext='''ἔμπῠρος''': -ον, (πῦρ) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ἢ παρὰ τὸ πῦρ, σκεύη ἔμπυρα, σκεύη τιθέμενα ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἢ ἐν χρήσει περὶ τὸ πῦρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπυρα, Πλάτ. Νόμ. 679Α˙ ἡ ἔμπ. [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ ἢ χαλκέος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Ε (ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 954, ἡ [[τέχνη]] τῆς διὰ πυρὸς μαντείας, ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ). ΙΙ. [[πυρίκαυστος]], εἰς γῆν δ’ [[ἔμπυρος]] πίπτει [[νεκρός]], «πεπυρακτωμένος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1186˙ σάρκα... ἔμπυρον Ἀνθ. Π. 6. 89˙ [[σφόδρα]] [[θερμός]], [[καυματηρός]], διακεκαυμένος, [[χώρα]] Στράβων 740˙ ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰ. 1. 13, 5˙ ἡ ὥρα ἐμπυρωτάτη ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 4˙ [[πυρετώδης]], Ἱππ. 423. 27˙ φλεγμαίνων, πεφλογισμένος, ἐπὶ ἕλκους, Ἀριστ. π. Θαυμ. 164. 2˙ καίων, κατακαίων, [[ἠέλιος]] Ἀνθ. Π. 9. 24: - μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὀξύς]], [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], Πλουτ. Νουμ. 5. 3) ἀνημμένος, λαμπὰς Ἀνθ. Π. 6. 100˙ βωμὸς [[αὐτόθι]] 10. 7. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς θυσίαν διὰ [[πυρός]], ὀρθοστάται Εὐρ. Ἑλ. 547. 2) ὡς οὐσιαστ., ἔμπυρα (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, αἱ διὰ πυρὸς θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄπυρα, Πινδ. Ο. 8. 4˙ δι’ ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι, ποιεῖν σπονδὰς ἐπὶ ἐμπύρων θυσιῶν, Εὐρ. Ἰ. Α. 59˙ [[ἐντεῦθεν]] ἔμπυρα κεῖται καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ σπονδαί, Σοφ. Ἠλ. 405)˙ κατάρας ποιεῖσθαι ἐπὶ ἐμπύρων, ἐκφέρειν κατάρας καιομένου τοῦ θύματος, Πολύβ. 16. 31, 7, Ἀππ. Ἱβηρ. 9˙ πρβλ. Λίβ. 21. 1, Οὐεργ. Αἰν. 12. 201: - ἰδίως ἐπὶ θυσιῶν διὰ [[πυρός]], ὧν ἐγίνετο [[χρῆσις]] πρὸς μαντικοὺς σκοποὺς (ἴδε ἀνωτέρω), Σοφ. Ἀντ. 1005 κἑξ., Εὐρ. Φοίν. 1255 (ἴδε ἐν λ. [[ῥῆξις]])˙ εἰς ἔμπυρ’ ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 16˙ οὕτω καί, ἔμπυρα σήματ’ ἰδέσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 145˙ - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 485, ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός, ἴδε τὴν λέξιν [[εὔδειπνος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en feu ; brûlant, ardent, torride;<br /><b>2</b> qui est dans <i>ou</i> sur le feu, qu’on fait brûler <i>en parl. de victimes</i> ; τὰ ἔμπυρα sacrifices par le feu ; sacrifice <i>en gén.</i> ; feu d’un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πῦρ]]. | |||
}} | }} |