Anonymous

ὑπεκφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκφεύγω''': [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] κρυφίως, Ἰλ. Θ. 243, Υ. 191, Ὀδ. Ψ. 320, Σοφ. Ἀντ. 553, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., [[διαφεύγω]] τι, ὑπ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα (ἴδε ἐν λέξ., [[ὑπεκφέρω]]), Ἰλ. Ζ. 57, ΙΙ. 687· [[μίασμα]] Σοφ. Ἀντ. 776· τὸ [[κέρας]] τῶν Πελοποννησίων... ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 91.
|lstext='''ὑπεκφεύγω''': [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] κρυφίως, Ἰλ. Θ. 243, Υ. 191, Ὀδ. Ψ. 320, Σοφ. Ἀντ. 553, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., [[διαφεύγω]] τι, ὑπ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα (ἴδε ἐν λέξ., [[ὑπεκφέρω]]), Ἰλ. Ζ. 57, ΙΙ. 687· [[μίασμα]] Σοφ. Ἀντ. 776· τὸ [[κέρας]] τῶν Πελοποννησίων... ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 91.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> s’enfuir secrètement;<br /><b>2</b> échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκφεύγω]].
}}
}}