Anonymous

προσδαπανάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδᾰπᾰνάω''': δαπανῶ [[προσέτι]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 8, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 39, πρβλ. Δινδ. εἰς Ξεν. Πόρ. 3, 6. ― Μέσ., Θεμίστ. 289Β.
|lstext='''προσδᾰπᾰνάω''': δαπανῶ [[προσέτι]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 8, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 39, πρβλ. Δινδ. εἰς Ξεν. Πόρ. 3, 6. ― Μέσ., Θεμίστ. 289Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépenser en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσδαπανάομαι-ῶμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[δαπανάω]].
}}
}}