Anonymous

φαρμακάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκάω''': [[πάσχω]] ἐκ πόσεως φαρμάκου, δηλητηρίου, φαρμακῶν, ὁ ὑπὸ φαρμάκων βεβλαμμένος, Δημ. 1133. 26, Θεοφρ. Ἀποσπ. 105 Πλούτ. 2. 1016Ε, κλπ. ΙΙ. ἔχω ἀνάγκην φαρμάκου, ἰατρικοῦ Λουκ. Λεξιφάν. 4· ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[τομάω]].
|lstext='''φαρμᾰκάω''': [[πάσχω]] ἐκ πόσεως φαρμάκου, δηλητηρίου, φαρμακῶν, ὁ ὑπὸ φαρμάκων βεβλαμμένος, Δημ. 1133. 26, Θεοφρ. Ἀποσπ. 105 Πλούτ. 2. 1016Ε, κλπ. ΙΙ. ἔχω ἀνάγκην φαρμάκου, ἰατρικοῦ Λουκ. Λεξιφάν. 4· ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[τομάω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> avoir l’esprit troublé;<br /><b>2</b> avoir besoin de remèdes.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
}}
}}