Anonymous

ἐπείπερ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
|lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
}}
{{bailly
|btext=<i>conj. avec l’ind.</i><br />puisqu’enfin, puisqu’en vérité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεί]], περ.
}}
}}