3,274,917
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ [[συχν]]. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., [[σκεπτικός]], τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν [[εἶναι]], οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ [[οἷον]] δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ. | |lstext='''ἀπορητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ [[συχν]]. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., [[σκεπτικός]], τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν [[εἶναι]], οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ [[οἷον]] δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />porté à douter, sceptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]]. | |||
}} | }} |