Anonymous

κνημιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνημῑδοφόρος''': -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
|lstext='''κνημῑδοφόρος''': -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[κνημίς]], [[φέρω]].
}}
}}