Anonymous

μήκιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήκιστος''': -η, -ον, Δωρ. [[μάκιστος]] [ᾱ], [[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικοῖς [[τύπος]]· ἀλλ’ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται τὸν [[μετὰ]] τοῦ η τύπον· ― ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μακρὸς (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[μῆκος]], ὡς τὸ αἴσχιστος ἐκ τοῦ [[αἶσχος]]), ὑψηλότατος τὸ [[ἀνάστημα]], τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Ἰλ. Η. 155, πρβλ. Ὀδ. Λ. 309. 2) μέγιστος, μάκιστον [[σέλας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων Σοφ. Ο. Τ. 1301· τὰ μάκιστ’ ἐμῶν κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 826· μήκιστον τεράων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1364. 3) μακρότατος, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος Ξεν. Ἀγησ. 10, 4· - οὐδ. μήκιστον ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ πολὺ μακρὸν χρόνον ἢ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 259· τί νύ μοι μήκιστα γένηται; τί ἔχω νὰ γείνω ἐπὶ τέλους, τὸ τοῦ Οὐεργ. quid misero mihi denique restat? Ὀδ. Ε. 299, 465· τὸ μ., τὸ μακρότατον, Λουκ. Ἑρμότ. 59· ἐπὶ μ., ἐπὶ μακρότατον χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. 1. 4) μέγιστον, ὡς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μήκιστον ἐπαυρεῖν, «οὐδὲν κακὸν μέγιστον ὃ μὴ ἀνθρώποις εὐχερὲς ἐπαυρεῖν, ὅ ἐστιν ἐπιτυχεῖν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 82· ὅτι δύνᾳ μάκιστον... ἐξιδοῦ, κύτταξε ὅσον μακρὰν δύνασαι, δηλ. μεταχειρίσου πᾶσαν δυνατὴν προφύλαξιν, Σοφ. Φιλ. 849· μήκιστον ἀπελαύνειν, ἀποδιώκειν ὅσον τὸ δυνατὸν [[μακράν]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28.
|lstext='''μήκιστος''': -η, -ον, Δωρ. [[μάκιστος]] [ᾱ], [[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικοῖς [[τύπος]]· ἀλλ’ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται τὸν [[μετὰ]] τοῦ η τύπον· ― ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μακρὸς (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[μῆκος]], ὡς τὸ αἴσχιστος ἐκ τοῦ [[αἶσχος]]), ὑψηλότατος τὸ [[ἀνάστημα]], τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Ἰλ. Η. 155, πρβλ. Ὀδ. Λ. 309. 2) μέγιστος, μάκιστον [[σέλας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων Σοφ. Ο. Τ. 1301· τὰ μάκιστ’ ἐμῶν κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 826· μήκιστον τεράων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1364. 3) μακρότατος, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος Ξεν. Ἀγησ. 10, 4· - οὐδ. μήκιστον ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ πολὺ μακρὸν χρόνον ἢ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 259· τί νύ μοι μήκιστα γένηται; τί ἔχω νὰ γείνω ἐπὶ τέλους, τὸ τοῦ Οὐεργ. quid misero mihi denique restat? Ὀδ. Ε. 299, 465· τὸ μ., τὸ μακρότατον, Λουκ. Ἑρμότ. 59· ἐπὶ μ., ἐπὶ μακρότατον χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. 1. 4) μέγιστον, ὡς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μήκιστον ἐπαυρεῖν, «οὐδὲν κακὸν μέγιστον ὃ μὴ ἀνθρώποις εὐχερὲς ἐπαυρεῖν, ὅ ἐστιν ἐπιτυχεῖν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 82· ὅτι δύνᾳ μάκιστον... ἐξιδοῦ, κύτταξε ὅσον μακρὰν δύνασαι, δηλ. μεταχειρίσου πᾶσαν δυνατὴν προφύλαξιν, Σοφ. Φιλ. 849· μήκιστον ἀπελαύνειν, ἀποδιώκειν ὅσον τὸ δυνατὸν [[μακράν]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>sert de Sp. à</i> μάκρος;<br />très long, très grand, de très haute taille ; <i>neutre adv.</i> • μήκιστον, très loin, le plus loin ; <i>plur.</i> • μήκιστα OD enfin.<br />'''Étymologie:''' Sp. formé de [[μῆκος]].
}}
}}