Anonymous

ξυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλίζομαι''': μέσ., [[συλλέγω]] ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25˙ μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.
|lstext='''ξῠλίζομαι''': μέσ., [[συλλέγω]] ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25˙ μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἐξυλισάμην;<br />ramasser du bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
}}