3,241,696
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχίσις''': [ῑ], -εως, ἡ, ([[σχίζω]]) τὸ σχίζειν, διασχίζειν, [[διάσχισις]], [[διαίρεσις]], σχίσιμον, Πλάτ. Φαίδων 97Α, 101C· ἐπὶ ὁδῶν, [[αὐτόθι]] 108Α· ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν πτηνῶν (πρβλ. [[σχιζόπτερος]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 8· ἐπὶ τῶν ποδῶν ζῴων, πρβλ. [[σχιζόπους]]), ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 8· ἐπὶ ποταμῶν, Πλούτ. 2. 93F. 2) ἡ σχ. τοῦ γάλακτος (ἴδε [[σχίζω]] 3), Ὀρειβάσ. 63 Mai. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4. | |lstext='''σχίσις''': [ῑ], -εως, ἡ, ([[σχίζω]]) τὸ σχίζειν, διασχίζειν, [[διάσχισις]], [[διαίρεσις]], σχίσιμον, Πλάτ. Φαίδων 97Α, 101C· ἐπὶ ὁδῶν, [[αὐτόθι]] 108Α· ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν πτηνῶν (πρβλ. [[σχιζόπτερος]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 8· ἐπὶ τῶν ποδῶν ζῴων, πρβλ. [[σχιζόπους]]), ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 8· ἐπὶ ποταμῶν, Πλούτ. 2. 93F. 2) ἡ σχ. τοῦ γάλακτος (ἴδε [[σχίζω]] 3), Ὀρειβάσ. 63 Mai. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />fente, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |