3,277,048
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαυριάω''': τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. ἐνεργητ. καὶ μέσ.· ἀόρ. α΄ ἐγαυρίασα Ἑβδ. (Ἰουδίθ. θ΄, 7). Φέρομαι ὑπερηφάνως, ἐπαίρομαι· [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππων βαινόντων «καμαρωτά», γαυριῶντες Πλούτ. Λυκ. 22· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, φυσῶντα καὶ γαυριώμενον Ξεν. Ἱππ. 10, 16· εἶμαι [[λαμπρός]], γαυριῶσαι… τράπεζαι Κρατῖν. Ἀδήλ. 9· ― μ. δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, εἰ [[ταύτῃ]] γαυριᾷς Δημ. 308. 6· οὕτω, ἐπί σφισι γαυριόωντες (Meineke-όωντο) Θεόκρ. 25. 133, πρβλ. Πλούτ. Λυκ. 30, Παλαίφ. 1. 8. | |lstext='''γαυριάω''': τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. ἐνεργητ. καὶ μέσ.· ἀόρ. α΄ ἐγαυρίασα Ἑβδ. (Ἰουδίθ. θ΄, 7). Φέρομαι ὑπερηφάνως, ἐπαίρομαι· [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππων βαινόντων «καμαρωτά», γαυριῶντες Πλούτ. Λυκ. 22· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, φυσῶντα καὶ γαυριώμενον Ξεν. Ἱππ. 10, 16· εἶμαι [[λαμπρός]], γαυριῶσαι… τράπεζαι Κρατῖν. Ἀδήλ. 9· ― μ. δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, εἰ [[ταύτῃ]] γαυριᾷς Δημ. 308. 6· οὕτω, ἐπί σφισι γαυριόωντες (Meineke-όωντο) Θεόκρ. 25. 133, πρβλ. Πλούτ. Λυκ. 30, Παλαίφ. 1. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> γαυριάσω;<br />être fier <i>en parl. de chevaux ; p. anal. en parl. de pers.</i> : γ. τινί, [[ἐπί]] τινι s’enorgueillir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γαῦρος]]. | |||
}} | }} |