Anonymous

εἰκονίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκονίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀπεικονίζω]], δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ [[ἰδέα]]) Πλούτ. 2. 882D· [[λόγος]] [[ψευδὴς]] εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν.
|lstext='''εἰκονίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀπεικονίζω]], δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ [[ἰδέα]]) Πλούτ. 2. 882D· [[λόγος]] [[ψευδὴς]] εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν.
}}
{{bailly
|btext=représenter, figurer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκών]].
}}
}}