3,274,831
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480. | |lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπονοσφίσω, <i>att.</i> ἀπονοσφιῶ;<br /><b>1</b> séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;<br /><b>2</b> chercher à frustrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοσφίζω]]. | |||
}} | }} |