Anonymous

ἀνάπαυλα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπαυλα''': -ης, -ἡ, ([[ἀναπαύω]]) [[ἀνάπαυσις]], [[ἀνακούφισις]], [[καίριος]] σπουδὴ πόνου λήξαντος [[ὕπνον]] κἀνάπαυλαν ἤγαγεν Σοφ. Φ. 637· διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, διῃρημ. εἰς μέρη, [[ὥστε]] [[ὅταν]] τὸ ἓν ἐργάζηται, τὸ [[ἄλλο]] νὰ ἔχῃ ἀνάπαυλαν, δηλ. νὰ «ξεκουράζεται», Θουκ. 2. 75. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀνάπαυσις]] ἀπό τινος πράγματος, κακῶν Σοφ. Ἠλ. 873, πρβλ. Φ. 878· πόνων Θουκ. 2. 38· τῆς σπουδῆς Πλάτ. Φίλ. 30E. ΙΙ. [[τόπος]] ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Εὐρ. Ἱππ. 1137· ἰδίως [[πανδοχεῖον]], Λατ. deversorium. Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, Πλάτ. Νόμ. 722C· ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν [[αὐτόθι]] 625B· εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν ([[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξ.), Ἀριστ. Βάτρ. 185, πρβλ. 195.
|lstext='''ἀνάπαυλα''': -ης, -ἡ, ([[ἀναπαύω]]) [[ἀνάπαυσις]], [[ἀνακούφισις]], [[καίριος]] σπουδὴ πόνου λήξαντος [[ὕπνον]] κἀνάπαυλαν ἤγαγεν Σοφ. Φ. 637· διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, διῃρημ. εἰς μέρη, [[ὥστε]] [[ὅταν]] τὸ ἓν ἐργάζηται, τὸ [[ἄλλο]] νὰ ἔχῃ ἀνάπαυλαν, δηλ. νὰ «ξεκουράζεται», Θουκ. 2. 75. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀνάπαυσις]] ἀπό τινος πράγματος, κακῶν Σοφ. Ἠλ. 873, πρβλ. Φ. 878· πόνων Θουκ. 2. 38· τῆς σπουδῆς Πλάτ. Φίλ. 30E. ΙΙ. [[τόπος]] ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Εὐρ. Ἱππ. 1137· ἰδίως [[πανδοχεῖον]], Λατ. deversorium. Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, Πλάτ. Νόμ. 722C· ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν [[αὐτόθι]] 625B· εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν ([[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξ.), Ἀριστ. Βάτρ. 185, πρβλ. 195.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> repos, pause ; κατ’ ἀναπαύλας THC par relais, <i>càd</i> par équipes alternantes ; cessation, arrêt;<br /><b>2</b> lieu de repos.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπαύω]].
}}
}}