Anonymous

ἀτολμία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτολμία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τόλμης, [[δειλία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. [[ἀνανδρία]]), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) [[ἁπλῶς]] τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.
|lstext='''ἀτολμία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τόλμης, [[δειλία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. [[ἀνανδρία]]), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) [[ἁπλῶς]] τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de hardiesse, pusillanimité.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτολμος]].
}}
}}