Anonymous

δεκάπαλαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκάπαλαι''': ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς [[τύπος]] τοῦ [[πάλαι]], ὡς τὸ [[δωδεκάπαλαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.
|lstext='''δεκάπαλαι''': ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς [[τύπος]] τοῦ [[πάλαι]], ὡς τὸ [[δωδεκάπαλαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />il y a bien longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[πάλαι]].
}}
}}