Anonymous

κρίσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρίσῐμος''': ῐ, ον, ([[κρίσις]]) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσιμος]], κρ. [[ἡμέρα]], ἡ [[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]] νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον [[σημεῖον]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945.
|lstext='''κρίσῐμος''': ῐ, ον, ([[κρίσις]]) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσιμος]], κρ. [[ἡμέρα]], ἡ [[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]] νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον [[σημεῖον]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert à juger, décisif, critique ; <i>particul. en parl. de maladie</i>;<br /><b>2</b> qui concerne <i>ou</i> amène la crise.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
}}