Anonymous

ἀποδυσπετέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδυσπετέω''': ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· [[περί]] τι Πλούτ. 2. 502Ε· [[πρός]] τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
|lstext='''ἀποδυσπετέω''': ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· [[περί]] τι Πλούτ. 2. 502Ε· [[πρός]] τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se décourager, se dégoûter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δυσπετής]].
}}
}}