3,277,309
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι». | |lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; [[αἱ]] μάλκαι, engelures.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μαλακιάω]] -- DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |