Anonymous

μάλκη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι».
|lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; [[αἱ]] μάλκαι, engelures.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μαλακιάω]] -- DELG étym. ignorée.
}}
}}