Anonymous

ἐπιστατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστᾰτέω''': εἶμαι [[ἐπιστάτης]], [[ἐπόπτης]], ποιμνίοις Σοφ. Ο. Τ. 1028, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 188· ἡ ψυχὴ ἐπ. τῷ σώματι Πλάτ. Γοργ. 465C, 465C, πρβλ. Πολ. 443Ε· τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390C, πρβλ. 405D. 2) [[μετὰ]] γεν., ἔχω τὴν ἐποπτείαν τινός, τὴν φροντίδα, τοῦ ἔργου Ἡρόδ. 7. 22· ἔργων Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· ζῴων ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2· τοῦ οἵους δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 8. 1, 16· τῆς παιδείας Πλάτ. Πολ. 600D· οὐκ ἂν ὀρθῶς ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 338, πρβλ. Ἰσοκρ. 62C· ἐπ. τῶν νοσεόντων Ἱππ. 27. 7· καὶ ἀπολ., Πλάτ. Πολιτ. 293Β. 3) ἵσταμαι πλησίον, παρίσταμαι, [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, οὐ [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]] ἔργμασιν ἐπ. Πινδ. Ν. 7. 71· Παιὼν τῷδ’ ἐπεστάτει λόγῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1248. 4) σπανίως μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, τίς γάρ με [[μόχθος]] οὐκ ἐπεστάτει; Σοφ. Ἀποσπ. 163. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι Ἐπιστάτης, [[ἤτοι]] [[πρόεδρος]] (ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ), [[συχν]]. ἀπαντᾷ ἐπὶ κεφαλῆς ψηφισμάτων, ἔδοξε τῷ δήμῳ.. Νικιάδης ἐπεστάτει Θουκ. 4. 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 373, Ἀνδοκ. 13. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 73b. 1 (Προσθῆκ.), 74. 8., 76. 2, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπιστάτης]], [[πρύτανις]] ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, [[ἔνθα]] καὶ παθ. ἐπιστατοῦμαι ὑπό τινος· ἴδε καὶ Παρατηρ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 363 κἑξ.
|lstext='''ἐπιστᾰτέω''': εἶμαι [[ἐπιστάτης]], [[ἐπόπτης]], ποιμνίοις Σοφ. Ο. Τ. 1028, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 188· ἡ ψυχὴ ἐπ. τῷ σώματι Πλάτ. Γοργ. 465C, 465C, πρβλ. Πολ. 443Ε· τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390C, πρβλ. 405D. 2) [[μετὰ]] γεν., ἔχω τὴν ἐποπτείαν τινός, τὴν φροντίδα, τοῦ ἔργου Ἡρόδ. 7. 22· ἔργων Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· ζῴων ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2· τοῦ οἵους δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 8. 1, 16· τῆς παιδείας Πλάτ. Πολ. 600D· οὐκ ἂν ὀρθῶς ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 338, πρβλ. Ἰσοκρ. 62C· ἐπ. τῶν νοσεόντων Ἱππ. 27. 7· καὶ ἀπολ., Πλάτ. Πολιτ. 293Β. 3) ἵσταμαι πλησίον, παρίσταμαι, [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, οὐ [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]] ἔργμασιν ἐπ. Πινδ. Ν. 7. 71· Παιὼν τῷδ’ ἐπεστάτει λόγῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1248. 4) σπανίως μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, τίς γάρ με [[μόχθος]] οὐκ ἐπεστάτει; Σοφ. Ἀποσπ. 163. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι Ἐπιστάτης, [[ἤτοι]] [[πρόεδρος]] (ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ), [[συχν]]. ἀπαντᾷ ἐπὶ κεφαλῆς ψηφισμάτων, ἔδοξε τῷ δήμῳ.. Νικιάδης ἐπεστάτει Θουκ. 4. 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 373, Ἀνδοκ. 13. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 73b. 1 (Προσθῆκ.), 74. 8., 76. 2, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπιστάτης]], [[πρύτανις]] ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, [[ἔνθα]] καὶ παθ. ἐπιστατοῦμαι ὑπό τινος· ἴδε καὶ Παρατηρ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 363 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. ion.</i> ἐπεστάτεον;<br /><b>I.</b> se tenir au-dessus de, <i>d’où</i><br /><b>1</b> être épistate ([[ἐπιστάτης]]);<br /><b>2</b> être préposé à, présider à ; avoir la surveillance, la direction, le soin : τινι, τινος de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>II.</b> se tenir auprès de ; assister, seconder, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστάτης]].
}}
}}