Anonymous

σχοινοτενής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[τείνω]].
}}
}}