3,257,483
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεδρεύω''': ([[πάρεδρος]]) σταθερῶς ἑδρεύω πλησίον, διαρκῶς παρακάθημα, εἶμαι ἀείποτε πλησίον, Λατ. assidere, Ἅιδου νύμφᾳ παρεδρεύεις Εὐριπ. Ἄλκ. 746· γυμνασίοις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 689. 6, πρβλ. σ. xiii· οὕτω Πολύβ. 29. 10, 11, κλ. 2) ἐπὶ δικαστῶν, [[παρακάθημαι]] εἶμαι [[πάρεδρος]], παρεδρεύοντος ἄρχοντι Δημ. 572. 10, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Α· δοκιμάζονται οἱ πάρεδροι πρὶν παρεδρεύειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 389· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 6, κ. ἀλλ. 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ παρεδρεύουσα [[[συλλαβή]]], ἡ παραλήγουσα, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ.· [[ὅταν]] τὸ υ παρεδρεύηται, [[ὅταν]] τὸ υ ᾖ ἐν τῇ παραληγούσῃ, Ἀθήν. 392Α. | |lstext='''παρεδρεύω''': ([[πάρεδρος]]) σταθερῶς ἑδρεύω πλησίον, διαρκῶς παρακάθημα, εἶμαι ἀείποτε πλησίον, Λατ. assidere, Ἅιδου νύμφᾳ παρεδρεύεις Εὐριπ. Ἄλκ. 746· γυμνασίοις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 689. 6, πρβλ. σ. xiii· οὕτω Πολύβ. 29. 10, 11, κλ. 2) ἐπὶ δικαστῶν, [[παρακάθημαι]] εἶμαι [[πάρεδρος]], παρεδρεύοντος ἄρχοντι Δημ. 572. 10, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Α· δοκιμάζονται οἱ πάρεδροι πρὶν παρεδρεύειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 389· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 6, κ. ἀλλ. 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ παρεδρεύουσα [[[συλλαβή]]], ἡ παραλήγουσα, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ.· [[ὅταν]] τὸ υ παρεδρεύηται, [[ὅταν]] τὸ υ ᾖ ἐν τῇ παραληγούσῃ, Ἀθήν. 392Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παρήδρευκα;<br />être assis <i>ou</i> siéger auprès de, τινι ; <i>particul.</i> être assesseur.<br />'''Étymologie:''' [[πάρεδρος]]. | |||
}} | }} |