3,258,334
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλαυκός''': -ή, -όν, Αἰολ. [[γλαῦκος]], α, ον·‒ κατὰ πρῶτον πιθ. [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς χρώματος, ἀπαστράπτων, ἀργυρόχρους, λάμπων, παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] (ἂν καὶ εὑρίσκονται παρ’ αὐτῷ τὰ παράγωγα [[γλαυκιάω]], -ῶπις) ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γλαυκὴ δέ σε τίκτε [[θάλασσα]] Ἰλ. Π. 34 ([[ὁπόθεν]] ὁ Ἡσ. Θ. 440 καλεῖ τὴν θάλασσαν [[ἁπλῶς]] γλαυκήν)· οὕτω παρὰ Τραγ., γλ. [[λίμνη]], ἅλς [[οἶδμα]], [[κῦμα]], κτλ.· [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]], γλ. [[σελήνη]] Ἐμπεδ. 176· γλ. ἀὼς Θεόκρ. 16. 5· καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. Ἐπ.· [[ὡσαύτως]] γλ. [[δράκων]] Πίνδ. Ο. 8. 48, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = [[γλαυκώψ]], γλαυκῶπις. ΙΙ. βραδύτερον βεβαίως μετ’ ἐννοίας χρώματος ([[κυανοῦς]] λευκῷ καραννύμενος Πλάτ. Τιμ. 68C), κυανόφαιος ἢ κυανοπράσινος, Λατ. glaucus, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23, Σοφ. Ο. Κ. 701, Εὐρ. Ι. Τ. 1101, Τρῳ. 799, κτλ. (πρβλ. [[γλαυκόχροος]])· ἐπὶ τῆς ἰτέας καὶ τῆς λύγου, Βεργ. Γ. 4. 182, Αἰν. 6. 416· παρὰ Σοφ. Τρ. 703 [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σταφυλῶν· ἐπὶ πολυτίμων τινῶν λίθων, [[οἷον]] τῆς βηρύλλου καὶ τοπαζίου, Διον. Π. 1119, κ ἑξ.· τῆς σμαράγδου Νόνν., Πλίν. 2) [[συχν]]. ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἐλαφρῶς κυανοῦν ἢ φαιόν, Λατ. caecius, παριστάνον, τὸν ἀνοικτότερον χρωματισμὸν ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι γνωστῶν, ὑφ’ ὧν διεκρίνετο: [[μέλας]] ἐπὶ τοῦ σκοτεινοτάτου χρώματος, [[μετὰ]] τοῦτο [[χαροπός]], [[εἶτα]] [[γλαυκός]], Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 20 κέξ., Ἱ. Ζ. 1. 10, 1, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ. ἐν λ. γλαυκώσιες· [[οὕτως]] ὁ Ἡροδ. 4. 108. ὁμιλεῖ [[περί]] τινος ἔθνους ὅτι ἦτο γλαυκὸν ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν, εἶχε δηλ. [[κυανοῦς]] ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθοκοκκίνην [[τρίχα]], πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. Προβλ. 10. 11· οὕτω, γλ. [[Ἀθάνα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 754, κτλ.· πρβλ. Φιλόστρ. 321· ἴδε γλαυκῶπις· ‒ τὸ [[χρῶμα]] τοῦτο δὲν ἐθαυμάζετο, Λουκ. Ἑτ. Δ. 2. 1. (Ὅτι τὸ [[γλαυκός]], ἔτι καὶ ἐνῷ ἀνεφέρετο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἐσήμαινε: βλοσυρῶς βλέπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐν τοῖς Ὁμηρικοῖς [[γλαυκῶπις]], [[γλαυκιάω]], φαίνεται ἐκ τῆς ἀναλογίας τοῦ χαροπὸς ([[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] μετέβη εἰς τὴν ἔννοιαν χρώματος), ὡς καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς γλαυκὸς δὲν [[εἶναι]] κυανοῖ, οὐδὲ φαιοί. Αὕτη ἡ σειρὰ τῶν σημασιῶν τῆς λέξεως συμφωνεῖ καὶ πρὸς τὴν παρατήρησιν ὅτι συγγενεύει πλησιέστατα πρὸς τὸ [[γλαύσσω]] = [[λάμπω]], γλαυσὸς =λαμπρὸς (Ἡσύχ.).) | |lstext='''γλαυκός''': -ή, -όν, Αἰολ. [[γλαῦκος]], α, ον·‒ κατὰ πρῶτον πιθ. [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς χρώματος, ἀπαστράπτων, ἀργυρόχρους, λάμπων, παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] (ἂν καὶ εὑρίσκονται παρ’ αὐτῷ τὰ παράγωγα [[γλαυκιάω]], -ῶπις) ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γλαυκὴ δέ σε τίκτε [[θάλασσα]] Ἰλ. Π. 34 ([[ὁπόθεν]] ὁ Ἡσ. Θ. 440 καλεῖ τὴν θάλασσαν [[ἁπλῶς]] γλαυκήν)· οὕτω παρὰ Τραγ., γλ. [[λίμνη]], ἅλς [[οἶδμα]], [[κῦμα]], κτλ.· [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]], γλ. [[σελήνη]] Ἐμπεδ. 176· γλ. ἀὼς Θεόκρ. 16. 5· καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. Ἐπ.· [[ὡσαύτως]] γλ. [[δράκων]] Πίνδ. Ο. 8. 48, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = [[γλαυκώψ]], γλαυκῶπις. ΙΙ. βραδύτερον βεβαίως μετ’ ἐννοίας χρώματος ([[κυανοῦς]] λευκῷ καραννύμενος Πλάτ. Τιμ. 68C), κυανόφαιος ἢ κυανοπράσινος, Λατ. glaucus, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23, Σοφ. Ο. Κ. 701, Εὐρ. Ι. Τ. 1101, Τρῳ. 799, κτλ. (πρβλ. [[γλαυκόχροος]])· ἐπὶ τῆς ἰτέας καὶ τῆς λύγου, Βεργ. Γ. 4. 182, Αἰν. 6. 416· παρὰ Σοφ. Τρ. 703 [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σταφυλῶν· ἐπὶ πολυτίμων τινῶν λίθων, [[οἷον]] τῆς βηρύλλου καὶ τοπαζίου, Διον. Π. 1119, κ ἑξ.· τῆς σμαράγδου Νόνν., Πλίν. 2) [[συχν]]. ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἐλαφρῶς κυανοῦν ἢ φαιόν, Λατ. caecius, παριστάνον, τὸν ἀνοικτότερον χρωματισμὸν ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι γνωστῶν, ὑφ’ ὧν διεκρίνετο: [[μέλας]] ἐπὶ τοῦ σκοτεινοτάτου χρώματος, [[μετὰ]] τοῦτο [[χαροπός]], [[εἶτα]] [[γλαυκός]], Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 20 κέξ., Ἱ. Ζ. 1. 10, 1, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ. ἐν λ. γλαυκώσιες· [[οὕτως]] ὁ Ἡροδ. 4. 108. ὁμιλεῖ [[περί]] τινος ἔθνους ὅτι ἦτο γλαυκὸν ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν, εἶχε δηλ. [[κυανοῦς]] ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθοκοκκίνην [[τρίχα]], πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. Προβλ. 10. 11· οὕτω, γλ. [[Ἀθάνα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 754, κτλ.· πρβλ. Φιλόστρ. 321· ἴδε γλαυκῶπις· ‒ τὸ [[χρῶμα]] τοῦτο δὲν ἐθαυμάζετο, Λουκ. Ἑτ. Δ. 2. 1. (Ὅτι τὸ [[γλαυκός]], ἔτι καὶ ἐνῷ ἀνεφέρετο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἐσήμαινε: βλοσυρῶς βλέπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐν τοῖς Ὁμηρικοῖς [[γλαυκῶπις]], [[γλαυκιάω]], φαίνεται ἐκ τῆς ἀναλογίας τοῦ χαροπὸς ([[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] μετέβη εἰς τὴν ἔννοιαν χρώματος), ὡς καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς γλαυκὸς δὲν [[εἶναι]] κυανοῖ, οὐδὲ φαιοί. Αὕτη ἡ σειρὰ τῶν σημασιῶν τῆς λέξεως συμφωνεῖ καὶ πρὸς τὴν παρατήρησιν ὅτι συγγενεύει πλησιέστατα πρὸς τὸ [[γλαύσσω]] = [[λάμπω]], γλαυσὸς =λαμπρὸς (Ἡσύχ.).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br /><b>1</b> <i>primit.</i> brillant, étincelant, éclatant (sans idée de couleur déterminée), <i>en parl. de la mer (d’où subst.</i> ἡ [[γλαυκή]] <i>la mer), de l’aurore, de races d’hommes aux yeux clairs</i>;<br /><b>2</b> de couleur glauque, d’un vert pâle <i>ou</i> gris.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, briller.<br /><span class="bld">2</span><i>gén. de</i> [[γλαύξ]]. | |||
}} | }} |