Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλάζω''': [[διπλασιάζω]], Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.
|lstext='''διπλάζω''': [[διπλασιάζω]], Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.
}}
{{bailly
|btext=être double.<br />'''Étymologie:''' [[δίπλαξ]].
}}
}}