Anonymous

δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />diffile à rechercher <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διερευνάω]].
}}
}}