3,277,759
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός. | |lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a la couleur d’une feuille de vigne desséchée, rouge vif.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἄμπελος]]. | |||
}} | }} |