Anonymous

ξηραμπέλινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
|lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a la couleur d’une feuille de vigne desséchée, rouge vif.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἄμπελος]].
}}
}}