Anonymous

δυσμήτηρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμήτηρ''': ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.
|lstext='''δυσμήτηρ''': ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.
}}
{{bailly
|btext=ερος (ἡ) :<br /><i>voc.</i> δύσμητερ;<br />mauvaise mère.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μήτηρ]].
}}
}}