Anonymous

πρόσπταισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσπταισμα''': τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, [[πρόσκομμα]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.
|lstext='''πρόσπταισμα''': τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, [[πρόσκομμα]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> choc, heurt;<br /><b>2</b> coup <i>ou</i> blessure provenant d’un choc.<br />'''Étymologie:''' [[προσπταίω]].
}}
}}