Anonymous

παθητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰθητός''': -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς [[πάθος]] ἢ [[πάθημα]], (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· [[ἀλλά]] τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ [[ἀπαθής]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.
|lstext='''πᾰθητός''': -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς [[πάθος]] ἢ [[πάθημα]], (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· [[ἀλλά]] τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ [[ἀπαθής]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />accessible aux impressions extérieures, impressionnable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πάσχω]].
}}
}}