Anonymous

βάζω: Difference between revisions

From LSJ
416 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάζω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[βαβάζω]]· - ὁμιλῶ, [[λέγω]], Ὅμ.., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ [[ὄπισθεν]] φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, [[λέγω]] τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· [[ὡσαύτως]], τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 483: - Παθ., [[ἔπος]] ... βέβακται, [[λόγος]] τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[βαβάζω]]).
|lstext='''βάζω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[βαβάζω]]· - ὁμιλῶ, [[λέγω]], Ὅμ.., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ [[ὄπισθεν]] φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, [[λέγω]] τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· [[ὡσαύτως]], τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 483: - Παθ., [[ἔπος]] ... βέβακται, [[λόγος]] τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[βαβάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et pf.</i><br />parler, dire, acc. ; [[εὖ]] β. OD dire de bonnes paroles ; β. τινά [[τι]] IL <i>ou</i> τινί [[τι]] ESCHL dire qch à qqn ; ὑπέραυχα β. [[ἐπί]] τινι ESCHL adresser à qqn des paroles hautaines ; <i>Pass.</i> [[ἔπος]] [[βέβακται]] OD une parole a été prononcée.<br />'''Étymologie:''' R. Βαγ, parler.
}}
}}