Anonymous

ἀνενδοίαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνενδοίαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, [[ἀναμφίβολος]], Λουκ. Ἑρμότ. 67, [[Πολυδ]]. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, [[Πολυδ]]. Ε. 152.
|lstext='''ἀνενδοίαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, [[ἀναμφίβολος]], Λουκ. Ἑρμότ. 67, [[Πολυδ]]. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, [[Πολυδ]]. Ε. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non douteux, indubitable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐνδοιάζω]].
}}
}}