Anonymous

κελαινός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελαινός''': -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.)·- [[μέλας]], σκοτεινοῦ χρώματος, [[μαῦρος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ὡς ἐπίθετ. τοῦ αἵματος, Ἰλ. Α. 303. Ὀδ. Π. 441· τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 310, κτλ.· [[κῦμα]] Ι. 6· [[λαῖλαψ]] Λ. 747· χθὼν Π. 384· δέρμα Ζ. 117· [[ἦτορ]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 429· κ. [[φῦλον]], μελαψὴ [[φυλή]], ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Αἰσχύλ. Πρ. 808, πρβλ. Ἱκέτ. 851· κελαιναὶ νᾶες Εὐρ. Τρ. 539· κελ. [[σκάφος]] Ἠλ. 478· βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν φωτίζει ὁ Ἥλιος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, [[σκοτεινός]], «[[μαῦρος]]», [[αὐτόθι]] 434, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, [[μαῦρος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 463· Στὺξ Λυκόφρ.· [[ὡσαύτως]], κ. [[ξίφος]], [[λόγχη]], μαύρη ἐξ αἵματος, ἢ [[ἁπλῶς]] μαύρη, ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ μετάλλου (πρβλ. [[μελάνδετος]]), Σοφ. Αἴ. 231, Τρ. 856, Εὐρ. Βάκχ. 628· κ. θῖνα, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου πυθμένος, Σοφ. Ἀντ. 590· λύει κ. βλέφαρα, ἐπὶ τοῦ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, [[αὐτόθι]] 1302. (Ὁ Κούρτιος ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς √ΚΑΛ (ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΑΛ), [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ κηλίς· πρβλ. Σανσκρ. kâl-as, kal-ankas, Λατ. s-qual-or· ἀρνεῖται δὲ ἐτυμολογικὴν σχέσιν πρὸς τὸ [[μέλας]], μέλαινα).
|lstext='''κελαινός''': -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.)·- [[μέλας]], σκοτεινοῦ χρώματος, [[μαῦρος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ὡς ἐπίθετ. τοῦ αἵματος, Ἰλ. Α. 303. Ὀδ. Π. 441· τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 310, κτλ.· [[κῦμα]] Ι. 6· [[λαῖλαψ]] Λ. 747· χθὼν Π. 384· δέρμα Ζ. 117· [[ἦτορ]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 429· κ. [[φῦλον]], μελαψὴ [[φυλή]], ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Αἰσχύλ. Πρ. 808, πρβλ. Ἱκέτ. 851· κελαιναὶ νᾶες Εὐρ. Τρ. 539· κελ. [[σκάφος]] Ἠλ. 478· βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν φωτίζει ὁ Ἥλιος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, [[σκοτεινός]], «[[μαῦρος]]», [[αὐτόθι]] 434, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, [[μαῦρος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 463· Στὺξ Λυκόφρ.· [[ὡσαύτως]], κ. [[ξίφος]], [[λόγχη]], μαύρη ἐξ αἵματος, ἢ [[ἁπλῶς]] μαύρη, ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ μετάλλου (πρβλ. [[μελάνδετος]]), Σοφ. Αἴ. 231, Τρ. 856, Εὐρ. Βάκχ. 628· κ. θῖνα, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου πυθμένος, Σοφ. Ἀντ. 590· λύει κ. βλέφαρα, ἐπὶ τοῦ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, [[αὐτόθι]] 1302. (Ὁ Κούρτιος ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς √ΚΑΛ (ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΑΛ), [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ κηλίς· πρβλ. Σανσκρ. kâl-as, kal-ankas, Λατ. s-qual-or· ἀρνεῖται δὲ ἐτυμολογικὴν σχέσιν πρὸς τὸ [[μέλας]], μέλαινα).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> noir, sombre;<br /><b>2</b> souillé de sang.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> k’alas « noir ».
}}
}}