Anonymous

ἐπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφάσκω''': [[διισχυρίζομαι]], ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.
|lstext='''ἐπιφάσκω''': [[διισχυρίζομαι]], ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.
}}
{{bailly
|btext=alléguer, déclarer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φάσκω]].
}}
}}