3,277,055
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρημία''': ἡ, Ι. ἐπὶ τόπων, [[ἐρημία]], [[τόπος]] [[ἀκατοίκητος]], ἔρημος, Ἡρόδ. 3. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 2, κτλ.· ἡ Σκυθῶν [[ἐρημία]] (παροιμ. ἐκ τοῦ Ἡροδ. 4. 17 κἑξ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 704· ἀφίκετ’ εἰς ἔρ. ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 787· ἕρπειν εἰς ἐρημίας, εἰς ἔρημα, μοναχικὰ μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2, κτλ. ΙΙ. ὡς [[κατάστασις]], «μοναξιά», τὸ νὰ εἶναί τις [[μόνος]], ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἐρημίᾳ, ζῆν βίον μονήρη Εὐρ. Μήδ. 50, Βάκχ. 609· ἐρημίας τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 510· ἐν ἐρημίᾳ ἐλοιδοροῦντο Ἀντιφῶν 115. 19· ἐπὶ προσώπων, ἀπομόνωσις, [[ἐγκατάλειψις]], Σοφ. Ο. Κ. 957, Λυσ. 151. 30, Ἰσαῖος 35. 12, κτλ.· δι’ ἐρημίαν, δι’ ἔλλειψιν δηλ. συμμαχίας, Θουκ. 1. 71, πρβλ. 5. 67· ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. β) ἐπὶ τόπων, [[ἐρήμωσις]], Λατ. vastitas, ἐρημίαν γὰρ πόλιν [[ὅταν]] λάβῃ κακή, [[ὅταν]] κατερημωθῇ παντελῶς [[πόλις]] τις, Εὐρ. Τρῳ. 26 ἐρημίᾳ δούς, ἐρημώσας, καταστρέψας, [[αὐτόθι]] 95· ἀτριβὴς ὑπ’ ἐρημίας Θουκ. 4. 8. 2) [[μετὰ]] γεν., ἔλλειψίς τινος, [[ἀπουσία]], φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 14· ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν Εὐρ. Ἑκ. 1017, Βάκχ. 875, Θουκ. 6. 102· λύχνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1484, κτλ.· δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι, [[ἄνευ]] συναντήσεως πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 21· τὴν ἐρ. ὁρῶν τῶν κωλυσόντων, βλέπων ὅτι οὐδεὶς ὑπῆρχεν [[ὅστις]] νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, Δημ. 54. 10· ἔτι δέ, [[ἐρημία]] κακῶν, [[ἀπαλλαγή]], ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὕρω; Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1157. | |lstext='''ἐρημία''': ἡ, Ι. ἐπὶ τόπων, [[ἐρημία]], [[τόπος]] [[ἀκατοίκητος]], ἔρημος, Ἡρόδ. 3. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 2, κτλ.· ἡ Σκυθῶν [[ἐρημία]] (παροιμ. ἐκ τοῦ Ἡροδ. 4. 17 κἑξ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 704· ἀφίκετ’ εἰς ἔρ. ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 787· ἕρπειν εἰς ἐρημίας, εἰς ἔρημα, μοναχικὰ μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2, κτλ. ΙΙ. ὡς [[κατάστασις]], «μοναξιά», τὸ νὰ εἶναί τις [[μόνος]], ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἐρημίᾳ, ζῆν βίον μονήρη Εὐρ. Μήδ. 50, Βάκχ. 609· ἐρημίας τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 510· ἐν ἐρημίᾳ ἐλοιδοροῦντο Ἀντιφῶν 115. 19· ἐπὶ προσώπων, ἀπομόνωσις, [[ἐγκατάλειψις]], Σοφ. Ο. Κ. 957, Λυσ. 151. 30, Ἰσαῖος 35. 12, κτλ.· δι’ ἐρημίαν, δι’ ἔλλειψιν δηλ. συμμαχίας, Θουκ. 1. 71, πρβλ. 5. 67· ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. β) ἐπὶ τόπων, [[ἐρήμωσις]], Λατ. vastitas, ἐρημίαν γὰρ πόλιν [[ὅταν]] λάβῃ κακή, [[ὅταν]] κατερημωθῇ παντελῶς [[πόλις]] τις, Εὐρ. Τρῳ. 26 ἐρημίᾳ δούς, ἐρημώσας, καταστρέψας, [[αὐτόθι]] 95· ἀτριβὴς ὑπ’ ἐρημίας Θουκ. 4. 8. 2) [[μετὰ]] γεν., ἔλλειψίς τινος, [[ἀπουσία]], φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 14· ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν Εὐρ. Ἑκ. 1017, Βάκχ. 875, Θουκ. 6. 102· λύχνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1484, κτλ.· δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι, [[ἄνευ]] συναντήσεως πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 21· τὴν ἐρ. ὁρῶν τῶν κωλυσόντων, βλέπων ὅτι οὐδεὶς ὑπῆρχεν [[ὅστις]] νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, Δημ. 54. 10· ἔτι δέ, [[ἐρημία]] κακῶν, [[ἀπαλλαγή]], ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὕρω; Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1157. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu solitaire, désert;<br /><b>2</b> état d’une personne qui vit seule, solitude, isolement;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> vide, absence <i>ou</i> privation de : δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι XÉN s’avancer sans rencontrer d’ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]]. | |||
}} | }} |