Anonymous

ἀπόκροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκροτος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] πεπατημένος, [[τραχύς]], [[στερεός]], ἐπὶ ἐδάφους, γῆ, [[χωρίον]], Θουκ. 7. 27, Ξεν. Ἱππ. 7. 15: - ἐν γένει, [[σκληρός]], ἐπὶ τῶν ὀνύχων τῶν ζῴων, Πλούτ. 2. 98D: ἐπὶ σκληροῦ φύματος ἤ οἰδήματος, Παῦλ. Αἰγ.: - μεταφ. [[ψυχή]] λιθίνη καὶ [[ἀπόκροτος]] Φίλων 2. 165· πρβλ. σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2, σ. 288. -Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 813.
|lstext='''ἀπόκροτος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] πεπατημένος, [[τραχύς]], [[στερεός]], ἐπὶ ἐδάφους, γῆ, [[χωρίον]], Θουκ. 7. 27, Ξεν. Ἱππ. 7. 15: - ἐν γένει, [[σκληρός]], ἐπὶ τῶν ὀνύχων τῶν ζῴων, Πλούτ. 2. 98D: ἐπὶ σκληροῦ φύματος ἤ οἰδήματος, Παῦλ. Αἰγ.: - μεταφ. [[ψυχή]] λιθίνη καὶ [[ἀπόκροτος]] Φίλων 2. 165· πρβλ. σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2, σ. 288. -Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 813.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρότος]].
}}
}}